- νευροβάτης
- νευροβάτηςrope-dancermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευροβάτης — νευροβάτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο βάτης, καρκινο βάτης] … Dictionary of Greek
νευροβατῶν — νευροβάτης rope dancer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευροβάτου — νευροβάτης rope dancer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NEUROBATES — apud Vopisc. in Carino c. 19. Nam et neurobatem, qui velut in ventis cothurnatus ferretur exhibuit: Graece Νευροβάτης, qui nervis incedebat, dictus est. Nempe inter Veteres θαυματοποιοὺς, non solum fuêre schoenobatae seu funambuli, sed etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
νευροβατικός — νευροβατικός, ή, όν (Μ) [νευροβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νευροβάτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νευροβατική η τέχνη τού σχοινοβάτη … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek